διαβατικός

διαβατικός
-ή, -ό (Α διαβατικός, -ή, -όν)
ο περαστικός, ο πρόσκαιρος, ο προσωρινός
αρχ.
1. ο οξύς, ο διαπεραστικός
2. ο οξύνους, δηλ. αυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύσει σε κάτι, να τό εξιχνιάσει
3. (στη Γραμματική) μεταβατικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαβατικός — transitive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατικός — ή, ό ο περαστικός, αυτός που διαρκεί μόνο λίγο καιρό: Μην ανησυχείς, είναι διαβατική αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβατικά — διαβατικός transitive neut nom/voc/acc pl διαβατικά̱ , διαβατικός transitive fem nom/voc/acc dual διαβατικά̱ , διαβατικός transitive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατικώτερον — διαβατικός transitive adverbial comp διαβατικός transitive masc acc comp sg διαβατικός transitive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατικῶν — διαβατικός transitive fem gen pl διαβατικός transitive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατικόν — διαβατικός transitive masc acc sg διαβατικός transitive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατικοί — διαβατικός transitive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατικοῦ — διαβατικός transitive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατικωτάταις — διαβατικός transitive fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβατικωτέροις — διαβατικός transitive masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”