- διαβατικός
- -ή, -ό (Α διαβατικός, -ή, -όν)ο περαστικός, ο πρόσκαιρος, ο προσωρινόςαρχ.1. ο οξύς, ο διαπεραστικός2. ο οξύνους, δηλ. αυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύσει σε κάτι, να τό εξιχνιάσει3. (στη Γραμματική) μεταβατικός.
Dictionary of Greek. 2013.